ὠθίζομαι

Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek Monotonic

ὠθίζομαι: Παθ., όπως το ὠστίζομαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλον, συνωστίζομαι, διαγωνίζομαι, σε Λουκ.· μεταφ., φιλονικώ, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠθίζομαι: 1) толкать друг друга, толкаться Luc.;
2) пререкаться, ссориться Luc.