δυσχείρωτος

Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A hard to subdue, Hdt.7.9.β (Sup.), D.61.37, Plu.Alc.4, D.C. 53.25 (Comp.): Sup. δυσχειρότατον is prob. f. l. in D.S.5.34.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu überwältigen, zu besiegen; superl., Her. 7, 9; Dem. 61, 37; καὶ χαλεπός Plut. Alc. 4; τινί, D. Sic. 5, 34; s. δύσχειρος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχείρωτος: -ον, δυσκόλως χειρούμενος, ὑποτασσόμενος, Ἡρόδ. 7. 9, 2, Δημ. 1412. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre, à soumettre;
Sp. δυσχειρωτότατος.
Étymologie: δυσ-, χειρόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de someter o reducir en la guerra, de tropas ἐξευρίσκειν ... τῇ ἑκάτεροί εἰσι δυσχειρωτότατοι Hdt.7.9β, cf. D.C.53.25.3, D.S.5.34 (var.), de lugares ὄχθος I.BI 7.166
fig. difícil de dominar, de manejar ref. a trabajos, D.61.37, δυσχείρωτον ἔρυμα otro n. del número siete, Theol.Ar.44.
2 de pers. antipático, desabrido de Alcibíades, Plu.Alc.4.

Greek Monolingual

δυσχείρωτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποτάσσεται.

Greek Monotonic

δυσχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που δύσκολα υποτάσσεται, αδούλωτος, σε Ηρόδ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δυσχείρωτος: с которым трудно совладать, неодолимый (sc. πολέμιοι Her.; τινι Plut., Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχείρωτος -ον [δυσ-, χειρόω] moeilijk te onderwerpen.