αδούλωτος

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδούλωτος, -ον) δουλῶ
αυτός που δεν υποδουλώθηκε ή δεν ανέχεται ζυγό, ανυπότακτος, ελεύθερος.