καθιέρωσις

Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dedication, Aeschin.3.46, D.H. 6.1, J.AJ19.7.5, Ph.2.234, Plu.Publ.15, BMus.Inscr.481*.21 (pl.), etc.: Dor. καθιάρωσις Schwyzer 203.9 (Crete, from Teos, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1285] ἡ, die Weihung, Einweihung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθιέρωσις: -εως, ἡ, ἀφιέρωσις, Αἰσχίν. 60. 13, Πλουτ. Ποπλ. 15, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
consécration, dédicace.
Étymologie: καθιερόω.

Spanish

consagración

Greek Monolingual

καθιέρωσις, ἡ (Α)
βλ. καθιέρωση.

Greek Monotonic

καθιέρωσις: -εως, ἡ, αφιέρωση, προσφορά,σε Αισχίν., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καθιέρωσις: εως ἡ культ. посвящение Aeschin., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιέρωσις -εως, ἡ [καθιερόω] inwijding, wijding.