καθιέρωση
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
η (Α καθιέρωσις, δωρ. τ. και καθιάρωσις καθιερώ
αφιέρωση, ανάθεση στο θείο, καθαγίαση, καθορισμός κάποιου πράγματος ως αγίου, ως ιερού
νεοελλ.
1. η κοινή αναγνώριση κάποιου πράγματος ως νόμιμου και παραδεκτού, η επικράτηση, η επισημοποίηση («η καθιέρωση του πολιτικού γάμου»)
2. φρ. «καθιέρωση ναού» — τα εγκαίνια ναού.