κακοτεχνής
English (LSJ)
ές,
A = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].
Greek Monotonic
κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.