κατέσκληκα

Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. κατασκέλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατασκέλλω.

Greek Monotonic

κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.