κλάξ

Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

German (Pape)

[Seite 1446] ακός, ἡ, dor. = κλείς, Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.

Greek Monolingual

κλᾴξ, -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο -κ-].

Greek Monotonic

κλάξ: -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί κλείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.