κλάξ
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
German (Pape)
[Seite 1446] ακός, ἡ, dor. = κλείς, Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.
Greek Monolingual
κλᾴξ, -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο -κ-].
Greek Monotonic
κλάξ: -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί κλείς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.