κοχλίς

Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of κόχλος, in pl., Luc.Cat.16, Man.5.24.    II precious stone found in Arabia, Plin.HN37.194.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Λουκ. Κατάπλ. 16, Μανέθων 5. 24.

Greek Monolingual

κοχλίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. μικρός κοχλίας, σαλιγκαράκι
2. πολύτιμος λίθος της Αραβίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. ακατ-ίς, κοιτ-ίς)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχλίς -ίδος, ἡ [κόχλος] schelp (waaruit purper gewonnen wordt).