ες,
A peaked, pointed, Hp.Epid.6.1.10.
κορῠφώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κορυφήν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1165.
κορυφώδης, -ῶδες (Α) κορυφήμυτερός, αιχμηρός.
κορυφώδης -ες [κορυφή] puntig.