κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
-ή, -ό1. μυτερός, οξύς, σουβλερός2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιχμή.ΠΑΡ. αιχμηρότητα].