ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-ή, -ό1. μυτερός, οξύς, σουβλερός2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιχμή.ΠΑΡ. αιχμηρότητα].