κορωνόν

Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό,

   A = κορώνη 11.5; τοῦ πήχεως Gal.UP2.15, al.; τὰ τῆς κεφαλῆς κ. condyles, Id.2.460.    2 κόρωνα, τά, elbows, Herod.Med. ap.Orib.10.18.7, Orib.Fr.97; κορωνά Luc.Trag.122.

Greek Monolingual

κορωνόν και κόρωνον, τὸ (Α) κορώνη
1. απόφυση ή κόνδυλος
2. αγκώναςβραχίονας, κορωνά, καρποὺς ἔσθει», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορωνόν -οῦ, τό [κορώνη] plur. ook κόρωνα, elleboog.