παράπτομαι

Revision as of 07:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Med.,

   A apply, of ointments, Asclep. ap. Gal.12.584, 681, cf.13.250, Aët.12.34 :—Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, dub. l. in S.OC717 (lyr.); π. σανίδων fixed along planks, Apollod.Poliorc.173.15.    II Med., touch in passing or slightly, Men.66.4, Plu.Cleom.37 ; αὐτοῦ δακτύλῳ π. Sor. 1.108.    2 touch by mistake, Hippiatr.49.    3 have dealings with, γυναικὸς ἢ ἀνδρὸς PMag.Par.1.2173.    4 approach, τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς Apollon. ap. Orib.7.19.5.

French (Bailly abrégé)

1 toucher en passant;
2 toucher légèrement, particul. humecter légèrement;
3 toucher par mégarde.
Étymologie: παρά, ἅπτω.

Greek Monotonic

παράπτομαι: Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του παραπετομένα, πετόμενος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-άπτομαι licht aanraken.