πλάτα

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, s. πλάτη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πλάτη.

Russian (Dvoretsky)

πλάτᾱ: (λᾰ) ἡ дор. = πλάτη.

Greek (Liddell-Scott)

πλάτα: ἡ, ἴδε πλάτη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλάτη.

Greek Monotonic

πλάτα: [ᾰ], Δωρ. αντί πλάτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάτᾱ -ᾱς, ἡ Dor. voor πλάτη.