πλάτα
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
dor. c. πλάτη.
πλάτᾱ: (λᾰ) ἡ дор. = πλάτη.
πλάτα: ἡ, ἴδε πλάτη.
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλάτη.
πλάτα: [ᾰ], Δωρ. αντί πλάτη.
πλάτᾱ -ᾱς, ἡ Dor. voor πλάτη.