παρπόδιος

Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

German (Pape)

[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.

English (Slater)

παρπόδιος
   1 at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παραπόδιος.

Greek Monotonic

παρπόδιος: ποιητ. αντί παρα-πόδιος.

Russian (Dvoretsky)

παρπόδιος: дор. = * παραπόδιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρπόδιος -ον [παρά, πούς] op handen zijnd.