πολλαχόσε

Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv.

   A towards many sides, into many parts or quarters, Th.2.47: c. gen., π. τῆς Ἀρκαδίας X.HG4.4.16.

German (Pape)

[Seite 658] nach vielen Orten, Seiten hin; ἄλλοσε πολλ. πλεύσαντες, Plat. Menex. 241 e; Thuc. 2, 47; Xen. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχόσε: ἐπίρρ. πρὸς πολλὰ μέρη, εἰς πολλοὺς τόπους, Θουκ. 2. 47· μετὰ γεν., π. τῆς Ἀρκαδίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans plusieurs directions, en beaucoup d’endroits avec mouv.
Étymologie: *πολλαχός, -σε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. παντ-αχ-όσε)].

Greek Monotonic

πολλᾰχόσε: επίρρ., προς πολλά μέρη, σε πολλά σημεία ή συνοικίες, σε Θουκ.· με γεν., πολλαχόσε τῆς Ἀρκαδίας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολλᾰχόσε: adv. во многие места, по многим направлениям Thuc.: π. τῆς Ἀρκαδίας Xen. во многие места Аркадии; ἄλλοσε π. Plat. во многие другие места.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαχόσε [~ πολύς] adv., in veel richtingen:. πολλαχόσε... τῆς Ἀρκαδίας ἐμβαλόντες toen zij op veel plaatsen Arcadië binnengedrongen waren Xen. Hell. 4.4.16.