σε

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σε Medium diacritics: σε Low diacritics: σε Capitals: ΣΕ
Transliteration A: se Transliteration B: se Transliteration C: se Beta Code: se

English (LSJ)

adverbial Suffix, denoting motion towards, e.g. ἄλλοσε to some other place, ἀμφοτέρωσε, etc.

French (Bailly abrégé)

acc. sg. encl. du pron. σύ.

Russian (Dvoretsky)

σε: наречный суффикс, обозначающий направление (ср. ἄλλοσε, ἀμφοτέρωσε и т. п.).

Greek (Liddell-Scott)

σε: ἐπιρρηματικὸς προσχηματισμὸς σημαίνων κίνησιν πρός τι, π.χ. ἄλλοσε, πρὸς ἄλλον τινὰ τόπον, ἀμφοτέρωσε, κτλ.

English (Autenrieth)

=-δε, a suffix denoting motion toward, to, κεῖσε, πόσε, κυκλόσε, ὑψόσε, etc.

Greek Monolingual

(I)
και σ' Ν
Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: πρόθεση της Νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. διεύθυνση προς κάτι ή το τέρμα μιας διαδρομής (α. «έρχομαι σε σένα» β. «μετά κατέληξα σ' αυτόν» γ. «πηγαίνω στη δουλειά» δ. «φτάσαμε στο χωριό»)
2. στάση ή ενέργεια μέσα ή πάνω σε κάτι (α. «οι προθέσεις απαντούν συχνά σε κάθε κείμενο» β. «σ' όλα σχεδόν τα σπίτια υπάρχει σήμερα ψυγείο» γ. «σε ψηλές ανηφοριές, προβατάκια φύλαγα», δημ. τραγούδι
δ. «κάνουμε συχνά περίπατο στο γειτονικό άλσος»)
3. χρόνο ή προθεσμία (α. «σε μερικές ώρες φτάνουμε» β. «στον αιώνα τον άπαντα»)
4. αναφορά (α. «είναι καλός σε όλα τα μαθήματα» β. «μην το λες αυτό σε μένα» γ. «σ
αυτό έχει δίκιο»)
5. τρόπο (α. «κονσέρτο σε λα έλασσον» β. «έπαιξε στην τύχη και έχασε»)·ΙΙ. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. συνήθως με αιτιατική (α. «ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτον αντιφάσεις, άγχος και αγωνία» β. «σ' εκείνην εκεί την πόρτα χτύπα»)
2. ορισμένες φορές, ιδίως σε ελλειπτικές προτάσεις, και με γενική (α. «ήμουν στού αδελφού μου» β. «στού Χαροκόπου τα στενά...»)
ΙΙΙ. ο παλαιότερος τύπος εις του σε απαντά και σήμερα, αλλά μόνον σε στερεότυπες ή ιστορικές φράσεις, σε δημοτικά τραγούδια κ.α. (α. «εις υγείαν!» β. «εις πολλά έτη!» γ. «ζει εις βάρος του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εἰς με αποβολή του ει- και ανάπτυξη ε- από συνεκφορά με λ. που αρχίζουν από ε-: εἰς ἐμένα > ‘ς εμένα > σε μένα].
(II)
Ν
αδύνατος τύπος αιτιατικής ενικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας, εσύ, συ.
(III)
Ν
μετρολ. ιαπωνικό μέτρο επιφάνειας ισοδύναμο με 99 περίπου τετραγωνικά μέτρα.

Greek Monotonic

σε: επιρρ. πρόσφυμα που δηλώνει κίνηση προς, π.χ. ἄλλοσε, προς κάποιο άλλο μέρος, αλλού.

Middle Liddell

adverbial Suffix, denoting motion towards, e. g. ἄλλοσε to some other place.