προαποπέμπω

Revision as of 08:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A send away, dismiss before, D.C.60.34:—Med., X.Cyr.4.2.29:—Pass., Th.3.25.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαποπέμπω: ἀποπέμπω, ἀπολύω πρότερον, Θουκ. 3. 25, Δίων Κ. 60. 34. ― Μέσ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

renvoyer auparavant, envoyer par avance.
Étymologie: πρό, ἀποπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.).

Greek Monotonic

προαποπέμπω: μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προᾰποπέμπω: тж. med. высылать заранее или вперед (τὰς γυναῖκας ἐν ταῖς ἁρμαμάξαις Xen.): προαποπεμφθῆναι Thuc. быть высланным вперед.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αποπέμπω vooraf wegsturen.