προσδιδάσκω
English (LSJ)
A teach besides, σμικρὸν π. τινά Pl.Chrm.173d; π. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Men.553.4:—Pass., Ph.2.473 codd.
German (Pape)
[Seite 756] (s. διδάσκω), dazu lehren, σμικρόν με ἔτι προσδίδαξον Plat. Charm. 173 d.
Greek (Liddell-Scott)
προσδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, σμικρὸν πρ. τινὰ Πλάτ. Χαρμ. 173D· πρ. ἀγαθὰ καὶ προσμανθάνειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22.
French (Bailly abrégé)
instruire en outre.
Étymologie: πρός, διδάσκω.
Greek Monolingual
Α
διδάσκω κάποιον επί πλέον («σμικρὸν τοίνυν με... ἔτι προσδίδαξον», Πλάτ.).
Greek Monotonic
προσδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω επιπλέον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσδιδάσκω: еще обучать (τινά Plat.): π. ἀγαθά Men. учить добру.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διδάσκω erbij onderwijzen.