προσώπατα

Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. πρόσωπον.

Greek (Liddell-Scott)

προσώπατα: τά, ἀρχ. Ἐπικ. πληθ. τοῦ πρόσωπον, ὃ ἴδε, οὕτω καὶ ἐν τῇ καθωμιλημένῃ.

French (Bailly abrégé)

plur. épq. de πρόσωπον.

Greek Monolingual

τα, ΝΑ
βλ. πρόσωπο.

Greek Monotonic

προσώπατα: τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

προσώπατα: τά (dat. προσώπασι) эп. pl. к πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσώπατα ep. plur. van πρόσωπον.