προσώπατα
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
v. πρόσωπον.
French (Bailly abrégé)
plur. épq. de πρόσωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσώπατα ep. plur. van πρόσωπον.
Russian (Dvoretsky)
προσώπατα: τά (dat. προσώπασι) эп. pl. к πρόσωπον.
Greek (Liddell-Scott)
προσώπατα: τά, ἀρχ. Ἐπικ. πληθ. τοῦ πρόσωπον, ὃ ἴδε, οὕτω καὶ ἐν τῇ καθωμιλημένῃ.
Greek Monolingual
τα, ΝΑ
βλ. πρόσωπο.
Greek Monotonic
προσώπατα: τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.