πτολιπόρθιος

Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, = sq., of Odysseus, Od.9.504.

German (Pape)

[Seite 811] = πτολίπορθος, vom Odysseus, Od. 9, 504. 530.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθιος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epith. of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

Greek Monolingual

-ον, Α πτολίπορθος
πτολίπορθος.

Greek Monotonic

πτολῐπόρθιος: -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθιος: Hom. = πτολίπορθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.