πτέσθαι

Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. πέτομαι. πτῆμα, ατος, τό, flight, Suid. πτήν, πτηνός, ὁ, ἡ, winged, Hdn.Gr.in An.Ox.3.243, EM694.7. πτῆναι, v. πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πτέσθαι: ἴδε πέτομαι.

French (Bailly abrégé)

v. πέτομαι.

Greek Monotonic

πτέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

πτέσθαι: inf. aor. 2 к πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτέσθαι inf. aor. van πέτομαι.