προσωπολήμπτης
Russian (Dvoretsky)
προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.
προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.
προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.