προσωπολήπτης
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
προσωπολήπτου, ὁ, respecter of persons, Act.Ap.10.34.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui a égard aux personnes, partial.
Étymologie: πρόσωπον, λαμβάνω.
German (Pape)
= προσωπόληπτος, Act.Apost. 10.34.
Russian (Dvoretsky)
προσωπολήπτης: лицеприятный, пристрастный NT.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπολήπτης: -ου, ὁ, ὁ προσωποληπτῶν, ὁ χαριζόμενος εἰς πρόσωπα, Πράξ. ἀποστ. ι΄, 34· - προσωποληπτέω, εἶμαι προσωπολήπτης, χαρίζομαι εἰς πρόσωπα, Ἐπιστ. Ἰακ. β΄, 9· - προσωποληψία, ἡ, τὸ προσωποληπτεῖν, χαρίζεσθαι εἰς πρόσωπα, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. β΄, 11, πρ. Κολ. ν΄, 25, Ἐπιστ. Ἰακώβ. β΄, 1.
English (Strong)
from πρόσωπον and λαμβάνω; an accepter of a face (individual), i.e. (specially), one exhibiting partiality: respecter of persons.
English (Thayer)
(L T Tr WH προσωπολήμπτης (see Mu)), προσωποληπτου, ὁ (a Hellenistic formation from πρόσωπον and λαμβάνω; see λαμβάνω, I:4, p. 370b bottom), an accepter (A. V. respecter) of persons (Vulg. personarum acceptor): Chrysostom).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μεροληπτικός («οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρολήπτης.
Greek Monotonic
προσωπολήπτης: -ου, ὁ (λαμβάνω), αυτός που χαρίζεται στους ανθρώπους, μεροληπτικός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
προσωπο-λήπτης, ου, ὁ, λαμβάνω
a respecter of persons, NTest.
Chinese
原文音譯:proswpol»pthj 普羅士-哦坡-累普帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-意圖-得(者)
字義溯源:以貌取人,偏待人;由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 偏待人(1) 徒10:34