σανδαράχη
German (Pape)
[Seite 861] ἡ, Alciphr. 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος, = σανδαράκη, σανδαρακίζω, σανδαράκινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σανδαράχη zie σανδαράκη.
[Seite 861] ἡ, Alciphr. 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος, = σανδαράκη, σανδαρακίζω, σανδαράκινος.
σανδαράχη zie σανδαράκη.