σανδαρακίζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
v.l. σανδᾰραχίζω, to be bright red, Dsc.5.104.
German (Pape)
[Seite 861] sandarachrot sein, hellrot sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνδᾰρακίζω: ἢ σᾰνδᾰραχίζω, ἔχω χρῶμα λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.
Greek Monolingual
σανδαρακίζω και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α σανδαράκη
έχω λαμπερό ερυθρό χρώμα.