σιλλικύπριον
English (LSJ)
τό,= σέσελι Κύπριον, Hdt.2.94.
German (Pape)
[Seite 881] τό, auch σιλικύπριον, = σίλι od. ägypt. κῖκι, der Wunderbaum, Her. 2, 94.
Greek (Liddell-Scott)
σιλλικύπριον: ἴδε σίλι.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ricin, arbre.
Étymologie:.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σιλλικύπριον: βλ. σίλι.
Russian (Dvoretsky)
σιλλικύπριον: τό бот. силликиприй (разновидность клещевины) Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιλλικύπριον -ου, τό ricinusboom, wonderboom. Hdt. 2.94.1.