σιλλικύπριον

Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό,= σέσελι Κύπριον, Hdt.2.94.

German (Pape)

[Seite 881] τό, auch σιλικύπριον, = σίλι od. ägypt. κῖκι, der Wunderbaum, Her. 2, 94.

Greek (Liddell-Scott)

σιλλικύπριον: ἴδε σίλι.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ricin, arbre.
Étymologie:.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το σέσελι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι].

Greek Monotonic

σιλλικύπριον: βλ. σίλι.

Russian (Dvoretsky)

σιλλικύπριον: τό бот. силликиприй (разновидность клещевины) Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιλλικύπριον -ου, τό ricinusboom, wonderboom. Hdt. 2.94.1.