σίλι
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
τό, = κροτών, Plin.HN15.25.
II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.
German (Pape)
[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σέσελι.
Greek Monotonic
σίλι: τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.
Middle Liddell
= κρότων or κίκι, called in Hdt. σιλλικύπριον, τό.