συγγογγύλλω

Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A twist round, Ar.Th.61 (anap., γογγυλίσας cod.), Lys.975 (anap., -υλίσας codd.).

Greek Monolingual

Α
(δ. γρφ.) συγγογγυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγύλλω «στρογγυλεύω»].

Greek Monolingual

Α
(δ. γρφ.) συγγογγυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγύλλω «στρογγυλεύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γογγύλλω Att. ook ξυγγογγύλλω, alleen ptc. aor. συγγογγύλας, afronden, rond maken.