συγκληΐω

Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκλείω.

Russian (Dvoretsky)

συγκληΐω: ион. = συγκλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληΐω Ion. voor συγκλείω.