στᾶθι

Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Dor. for στῆθι, aor. 2 imper. of ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στᾶθι: Δωρ. ἀντὶ στῆθι, προστακτ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι.

Greek Monotonic

στᾶθι: Δωρ. αντί στῆθι, προστ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στᾶθι Dor. imperat. stamaor. 2 sing van ἵσταμαι, zie ἵστημι.