συνείργνυμι
English (LSJ)
A = συνέργω, Plu.Rom.5:—Pass., ἐς θάλαμον Id.Alex. 2; ἐν δεσμῷ Id.2.493d, cf. Crass.8.
German (Pape)
[Seite 1011] u. συνειργνύω, = συνείργω, Sp., wie Plut. conj. praec. A.
French (Bailly abrégé)
c. συνέργω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.
Greek Monotonic
συνείργνῡμι: = συνέργω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνείργνῡμι: 1) заключать, запирать вместе (εἰς θάλαμόν τινα, ἐν δεσμῷ συνειργμένος Plut.);
2) соединять, сочетать (τινί Plut.): οἱ συνειργνύμενοι Plut. новобрачные.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνείργνυμι en συνείργω zie συνέργω.