συνδιημερεύω

Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).

German (Pape)

[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιημερεύω: μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιημερεύω: проводить день вместе (τινί Xen., Arst., Plut., реже μετά τινος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.