ὁ,
A v. τύκος.
[Seite 1167] ὁ, s. τύκος.
τύχος: ὁ, (τεύχω) = τύκος, Θέογν. 24.
ὁ, Α(ποιητ. τ.) βλ. τύκος.
τύχος: ὁ (τεύχω), = τύκος, σε Θέογν.
τύχος -ου, ὁ zie τύκος.