τρυσίβιος

Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[σῐ], ον, (tru/w)

   A = τετρυμένον βίον ἔχουσα, γαστήρ Ar. Nu.421.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσίβιος: -ον, (τρύω) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rend sa vie pénible.
Étymologie: τρύω, βίος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].

Greek Monotonic

τρῡσίβῐος: -ον (τρύω), αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῡσίβιος: (σῐ) делающий жизнь мучительной, причиняющий страдания (γαστήρ Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυσίβιος -ον [τρύω, βίος] die het leven moeilijk maakt:. τρυσίβιος γαστήρ slecht gevulde maag Aristoph. Nub. 421.