συναρμόττω

Revision as of 13:21, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

Att. for συναρμόζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.

Greek Monotonic

συναρμόττω: Αττ. αντί συναρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

συναρμόττω: атт. = συναρμόζω.