ἥλιος καὶ αὐγή (Lacon.), Hsch.:—also βελλάσεται· ἡλιωθήσεται, Id. βελάς· εἴρων καὶ καταγελαστής, Id.
lacon. ἥλιος καὶ αὐγή Hsch., cf. γέλαν.• Etimología: De Ϝελᾱ, v. εἵλη, ἕλη.
ἥλιος καὶ αὐγήEtymology: S. 1. εἵλη