βέλα
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
ἥλιος καὶ αὐγή (Lacon.), Hsch.:—also βελλάσεται· ἡλιωθήσεται, Id. βελάς· εἴρων καὶ καταγελαστής, Id.
Spanish (DGE)
lacon. ἥλιος καὶ αὐγή Hsch., cf. γέλαν.
• Etimología: De Ϝελᾱ, v. εἵλη, ἕλη.
Frisk Etymological English
ἥλιος καὶ αὐγή
Etymology: S. 1. εἵλη
Frisk Etymology German
βέλα: {béla}
Meaning: ἥλιος καὶ αὐγή, ὑπὸ Λακώνων H.
Etymology: S. 1. εἵλη Sonnenwärme .
Page 1,231