ἐνῴδιον: τό, = ἐνώτιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 150 (Α. 16, Β. 9), 153. 10., 2663.
ἐνῴδιον: τό v. l. = ἐνώτιον.
See also: s. οὖς