κίγκασος

Revision as of 02:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ, name of a throw at dice, Hsch.; cf. κίκκασος.

Greek (Liddell-Scott)

κίγκασος: «κυβευτικός τις βόλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίγκασος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος του ζαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: κυβευτικός τις βόλος, also κίκκασος ...καὶ βόλου ὄνομα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the suffix Chantraine Formation 435; further unexplained. Fur. 281 assumes "spätgriech. Geminatenauflösung (Schwyzer, KZ 61, 230). No doubt a Pre-Greek word.