δίκελλα, Hsch.
[Seite 98] ἡ, erkl. Hesych. durch δίκελλα.
μάσκη: ἡ, «δίκελλα» Ἡσύχ.
μάσκη (Α)(κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσκη (< μακ-σκα) συνδέεται πιθ. με τη λ. μακέλη].
Meaning: δέκελλα H.See also: s. μακέλη