μάσκη

Revision as of 03:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

δίκελλα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 98] ἡ, erkl. Hesych. durch δίκελλα.

Greek (Liddell-Scott)

μάσκη: ἡ, «δίκελλα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάσκη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσκη (< μακ-σκα) συνδέεται πιθ. με τη λ. μακέλη].

Frisk Etymological English

Meaning: δέκελλα H.
See also: s. μακέλη