μέσσαυλος

Revision as of 05:14, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

μέσσαυλον, μεσσηγύ, μεσπιλ-γύς, v. μες-.

Greek (Liddell-Scott)

μέσσαυλος: μέσσαυλον, μεσσηγύ, -γύς, ἴδε ἐν λ. μεσ-.

French (Bailly abrégé)

v. μέσαυλος.

Greek Monolingual

μέσσαυλος, -ον (Α)
(επικ. τ.) βλ. μέσαυλος.

Greek Monotonic

μέσσαυλος: μεσηγύ, βλ. μέσ-αυλος, μεσηγύ.

Frisk Etymological English

(-ον)
See also: s. μέταυλος.