μέσαυλος

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσαυλος Medium diacritics: μέσαυλος Low diacritics: μέσαυλος Capitals: ΜΕΣΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mésaulos Transliteration B: mesaulos Transliteration C: mesavlos Beta Code: me/saulos

English (LSJ)

μέσαυλον, Ep. μέσσ-, Att. μέτ-: (αὐλή):
I in Hom. μέσσαυλος, ὁ, or μέσσαυλον, τό (gender unknown), prob. the inner court, inside the αὐλή, where cattle were put at night, 11.11.548, 17.112,657, 24.29; used of the cave of the Cyclops, Od.10.435.
II Att. Prose and Com. μέταυλος (sc. θύρα), ἡ, the door between the αὐλή and the inner part of the house, Ar.Fr.371; in full, μέταυλος θύρα Lys.1.17; also θύραι μέσαυλοι E.Alc.549; mesauloe, Vitr.6.7.5.

German (Pape)

[Seite 136] ep. μέσσαυλος (vgl. μέταυλος), mitten im Hofe; – a) ὁ μ. oder τὸ μέσαυλον, der Hofraum in der Mitte der Wohnung, cavaedium, von wo aus die Thüren in die einzelnen Gemächer führen; auch μεσσαύλη u. ἡ μέσαυλος, die aus dem Haushof in die Gemächer der Frauen führende Thür, vgl. Ap. Rh. 3, 235 u. Schol. dazu; θύραι μέσαυλοι, Eur. Alc. 552. Vgl. noch Plut. Arat. 26. – b) der Landhof, das Gehöft, das in der Mitte einer Umhegung liegt, bes. der Viehhof, Il. 17, 112. 667. 24, 29. 11, 548; auch von der Höhle des cyklopen, Od. 10, 435; an keiner dieser Stellen ist das genus zu erkennen. Einzeln auch bei sp. D., wie Qu. Sm. 12, 580.

French (Bailly abrégé)

épq. μέσσαυλος;
ος, ον :
situé dans la cour du milieu, entre les bâtiments ; subst.
I.μέσαυλος ou τὸ μέσαυλον;
1 cour intérieure où se trouvaient les portes donnant accès à l'appartement des hommes et à celui des femmes, p. ext. habitation en gén.
2 étable dans la cour intérieure;
3 p. ext. repaire d'une bête sauvage ; antre de Cyclope;
II.μέσαυλος θύρα EUR porte de la cour intérieure donnant accès aux appartements d'hommes et de femmes.
Étymologie: μέσος, αὐλή.

Russian (Dvoretsky)

μέσαυλος:
I эп. μέσσαυλος 2 находящийся внутри двора, внутренний: θύραι μέσαυλοι Eur. внутренние ворота (на женскую половину).
II ὁ, μέσαυλον τό, эп. μέσσαυλος ὁ и μέσσαυλον τό
1 скотный двор, загон, стойло (βοῶν Hom.);
2 логовище (sc. λέοντος Hom.);
3 логово, вертеп (sc. Κύκλωπος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μέσαυλος: -ον, Ἐπικ. μέσσ-, Ἀττ. μέτ-· (αὐλή)· Ι. παρ’ Ὁμ. μέσσαυλος, ὁ, ἢ μέσσαυλον, τό, (διότι δὲν εἶναι ὡρισμένον τὸ γένος) εἶναι πιθανῶς ἡ ἐσωτέρα αὐλὴ κειμένη ὄπισθενἔνδον τῆς κυρίως καλουμένης αὐλῆς, ὅπου τὴν νύκτα ἐμανδρίζοντο κτήνη χάριν μείζονος ἀσφαλείας, Ἰλ. Λ. 548., Ρ. 112, 657, κτλ.· - οὕτως εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Κ. 435. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., μέταυλος (μετὰ τῆς λέξεως θύραἄνευ αὐτῆς), ἡ, θύρα μεταξὺ τῆς αὐλῆς καὶ τοῦ ἐσωτέρου μέρους τῆς οἰκίας, ἀπέναντι τῆς αὐλείου θύρας ἤτοι τῆς ἔξω θύρας· αὕτη ἡ θύρα (ἡ μέταυλος) ἦτο συχνάκις καὶ ἡ δι’ ἧς συνεκοινώνουν ὁ ἀνδρὼν μετὰ τοῦ γυναικῶνος, (πρβλ. ἀνδρωνῖτις, γυναικωνῖτις), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 338, Λυσ. 93. 10· οὕτω θύραι μέσαυλοι Εὐρ. Ἄλκ. 549, ἔνθα ἴδε Monk.· πρβλ. Βεκκήρου Χαρικλέα σελ. 257, 263 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ., καὶ ἴδε ἐν λ. αὐλή· - μεσαύλη ἐν Vitruv. 6. 10.

Greek Monolingual

μέσαυλος, -ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, -ον, αττ. τ. μέταυλος, -ον)
το θηλ. ως ουσ.μέταυλος
(ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ της αυλής και του εσωτερικού τμήματος του σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω αυτής επικοινωνούσαν τα δωμάτια τών ανδρών με τους γυναικωνίτες
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ μέσαυλος, τὸ μέσαυλον
εσωτερική αυλή που βρισκόταν πίσω ή μέσα στην κυρίως αυλή και όπου κατά τη διάρκεια της νύχτας έκλειναν τα ζώα για μεγαλύτερη ασφάλεια, περίβολος, μάνδρα («λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο ἐσσεύαντο κύνες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (λ. που σχηματίστηκε από ολόκληρη φράση) από τη φράση τὸ μέσ(σ)ον αὐλῆς ή ἐν μέσ(σ) αὐλῆς. Ο τ. μέσαυλος σε σύγκριση με τον αττ. τ. μέταυλος (< μετά + αὐλή) είναι σπάνιος και θεωρείται μεταγενέστερος (για τη σχέση ανάμεσα στα συνθετικά μεσο- και μετά-πρβλ. και μεσαίχμιο - μεταίχμιον)].

Greek Monotonic

μέσαυλος: Επικ. μέσσ-αυλος, ὁ ή μέσσ-αυλον, τό,
I. η εσωτερική αυλή, που βρίσκεται πίσω από την κύρια αυλή, όπου τις νύχτες έβαζαν το κοπάδι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη σπηλιά του Κύκλωπα, σε Ομήρ. Οδ.
II. Αττ., μέταυλος (με ή χωρίς το θύρα), , η πόρτα ανάμεσα στην αυλή και το εσωτερικό μέρος του σπιτιού, σε Αριστοφ.· θύραι μέσαυλοι, σε Ευρ.

Middle Liddell

μέσ-αυλος, επιξ μέσσ-αυλος, ὁ,
I. the inner court, behind the αὐλή, where the cattle were put at night, Il.; of the cave of the Cyclops, Od.
II. in Attic, μέταυλος (with or without θύρἀ, the door between the αὐλή and the inner part of the house, Ar.; θύραι μέσαυλοι Eur.