πανδούρα
Greek Monolingual
πανδούρα, πανδοῡρα και πανδουρίς, -ίδος, ἡ, και πάνδουρος και φάνδουρος, ὁ, ΝΑ
αρχαιότατο λαϊκό νυσσόμενο έγχορδο μουσικό όργανο, αποτελούμενο από τρεις χορδές ή από τρία ζεύγη χορδών, είδος λαούτου με μακρύ βραχίονα, αλλ. τρίχορδο ή μπαντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. ανατολικής προέλευσης].
Frisk Etymological English
-δοῦρα
Grammatical information: f.
Meaning: three-stringed lute (Euph. ap. Ath. 183f, Poll\/
Other forms: πάνδουρος (Euph. l.c., inscr. Seleucia ad Calycadnum), φάνδουρος (Nicon. Harm. 4).
Derivatives: -δούριον, -δουρίς H., -δουρὶζω , -δουριστής.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: See Masson Emprunts sémit. 90, who discusses an rejects several hypoteses. Hübschmann Arm. Gramm. 395 compared Arm. p`andir, Osset. fändur, Georg. panṭuri. So prob. Pre-Greek.