προικῷος

Revision as of 14:35, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

English (LSJ)

α, ον,

   A = προικιμαῖος 2, EM582.29, Gloss.

German (Pape)

[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρ-ῷος)].