προικοδότηση

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

η / προικοδότησις, -ήσεως, ΝΜ προικοδοτῶ
παροχή προίκας, προίκιση
νεοελλ.
1. σύνολο εσόδων που παραχωρούνται σε κοινωφελές ίδρυμα
2. η χορήγηση γαιών σε αγωνιστές εθνικών αγώνων ως ηθική και υλική ανταμοιβή.