ῥᾴδια

Revision as of 14:40, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

English (LSJ)

τά, a kind of

   A easy shoes, Pherecr.227, Pl.Com.251.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴδια: τά, εἶδος σανδαλίων ἢ ἐμβάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 55.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

και κατά τον Ησύχ. ῥάϊδια, τὰ, Α
παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. ῥάδιος με την έννοια ότι οι παντόφλες είναι άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια].