ἑτοιμοκοπία

Revision as of 19:46, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,

   A officiousness, Hp.Praec. 12 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοκοπία: ἡ, ἑκούσιος κόπος, Ἱππ. 28. 19.

Greek Monolingual

ἑτοιμοκοπία και ιων. τ. ἑτοιμοκοπίη, ἡ (Α)
εκούσιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -κοπία (< κόπος)].